Νερό θανατηφόρο, μύθος τρομερός! Ελάτε να ανέβουμε στις πηγές όπου ο Αχιλλέας έγινε άτρωτος!
Κείμενο & Φωτογραφίες: Αργυρώ Αθανασοπούλου
Όπου φύγει φύγει…
Μέσα Ιουλίου, στην Παραλία Πλατάνου, 7 χλμ. μετά την Ακράτα, και το θερμόμετρο αγγίζει του 35ο C λίγο μετά τις οκτώμισι το βράδυ! Η ζέστη είναι ανυπόφορη. Όσο είμαστε ξύπνιοι και δίπλα στη θάλασσα οι συχνές βουτιές μάς δροσίζουν, όταν όμως πέσουμε στο κρεβάτι, πώς θα καταφέρουμε να κοιμηθούμε; Και είπαμε στην πόλη να βάλουμε το κλιματιστικό. Τώρα να είμαστε δίπλα στη θάλασσα και να κλειδαμπαρωνόμαστε για να βάλουμε air condition; Δεν λέει! Μέσα σε αυτό το αδιέξοδο το χτύπημα του κινητού ίσα που ακούγεται, καθώς τα τζιτζίκια δίνουν ρεσιτάλ! «Είστε για ανάβαση το πρωί στα Ύδατα Στυγός;» Στο άκουσμα και μόνο της λέξης «ύδατα» μια αίσθηση δροσιάς μας διαπερνά. Και εκεί που οι κινήσεις χαρακτηρίζονται βία νωχελικές, για πότε φορτώνουμε στο αυτοκίνητο σκηνή, υπνόσακο, ορειβατικά παπούτσια και ό, τι απαραίτητο για κάμπινγκ στο βουνό ούτε που το καταλαβαίνουμε.
Στον δρόμο για την όαση
Βγαίνουμε στην παλιά εθνική και κατευθυνόμαστε προς Ακράτα. Στα φανάρια η ταμπέλα δείχνει 40 χλμ. για Ζαρούχλα. Στρίβουμε, λοιπόν, δεξιά και ξεκινάμε την ανάβαση. Το αυτοκίνητο καταβροχθίζει τα χιλιόμετρα στον φιδωτό ανηφορικό δρόμο πάνω από την Ακράτα με θέα τον Κορινθιακό και στο βάθος τη Στερεά. Η θάλασσα πραγματικά δεν σαλεύει.
Πλήθος τα φαναράκια από τις βάρκες των φιλόδοξων ψαράδων που στολίζουν τα ακίνητα νερά μέσα στη νύχτα. Και ενώ εμείς συνεχίζουμε να τραβάμε την ανηφόρα, το θερμόμετρο ακολουθεί αντίστροφη πορεία. 15 χιλιόμετρα πριν τη Ζαρούχλα η θερμοκρασία έξω έχει αγγίξει τους 22ο C! Η τεχνολογία πλέον περισσεύει, η φύση έχει κάνει το θαύμα της. Σβήνουμε, λοιπόν, τον κλιματισμό και ανοίγουμε τα παράθυρα.
Λίμνη Τσιβλού
Η δροσιά, οι μυρωδιές και οι ήχοι του βουνού γι’ εμάς που πραγματικά είχαμε καεί μοιάζουν θείο δώρο. Προσπερνάμε στα δεξιά μας την ταμπέλα που δείχνει για τη λίμνη Τσιβλού και 5 χλμ. πριν τη Ζαρούχλα στρίβουμε δεξιά για τον Σόλο. Το μικρό χωριό κοιμάται. Συνεχίζουμε ευθεία προς τη βρύση της Γκόλφως και ακολουθούμε την πινακίδα για την περιοχή Καστράκι. Το βουητό από τα νερά του ποταμού, που φτάνει όλο και πιο έντονα στα αφτιά, δίνει το σήμα ότι είμαστε πολύ κοντά στον προορισμό. Σταματάμε στην όχθη του, γιατί η στάθμη του νερού δεν επιτρέπει τη διάσχιση με το αυτοκίνητο. Με ένα 4x4, βέβαια, θα περνούσαμε άνετα απέναντι, όπου και ο χώρος της κατασκήνωσης.
Κατασκήνωση σε ηρωικά χώματα
Μέσα στο σκοτάδι, φωνές χαρούμενες ακούγονται από το μικρό πλάτωμα, ενώ κινούμενα φώτα μάς πλησιάζουν. Η παρέα που έχει κατασκηνώσει από την προηγούμενη μέρα έρχεται να μας βοηθήσει με τα πράγματα. Μετά τους θερμούς εναγκαλισμούς του καλωσορίσματος, φορτωνόμαστε τα απαραίτητα και πατώντας προσεχτικά στις πέτρες που εξέχουν από τα νερά περνάμε το ποτάμι, του οποίου η στάθμη είναι αρκετά χαμηλή. Εκεί, λοιπόν, στον χώρο τής κατασκήνωσης δεσπόζει ένα μνημείο για να μας θυμίζει την ηρωική μάχη στο Καστράκι. Την άνοιξη του 1826 στην οχυρή αυτή θέση, κατέφυγαν ο Σολιώτης, το καμάρι του Σόλου, με τα λίγα παλικάρια του για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ. Αν και αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση, οι Αιγύπτιοι επικράτησαν, ενώ οι επιζήσαντες Έλληνες κατέφυγαν στις απόκρημνες πλαγιές του Χελμού για να σωθούν – όπως είχαν κάνει και οι άμαχοι – καταδιωκόμενοι από τον αιγυπτιακό στρατό. Οι νεκροί Έλληνες ανήλθαν σε 1.000 και οι αιχμάλωτοι σε 200.
Αυτός ο ηρωικός τόπος, λοιπόν, θα μας φιλοξενήσει και φέτος όπως κάθε χρόνο τέτοια εποχή. Τα δικά μας παλικάρια αναλαμβάνουν το στήσιμο της σκηνής των άρτι αφιχθέντων με τη βοήθεια των φακών. Οι υπόλοιποι έχουν μαζευτεί γύρω από το τραπεζάκι, κατάλληλο για κάμπινγκ, όπου την παράσταση έχει κλέψει η μικρή τής παρέας, η Εβελίνα, μόλις 2,5 ετών, με τις ερωτήσεις, της καθώς η όλη εμπειρία είναι πρωτόγνωρη γι’ αυτή. Στην ατμόσφαιρα κυριαρχεί η διακριτική μυρωδιά του τσαγιού, που βρίσκεται απλωμένο έξω από τις σκηνές, μαρτυρώντας την πρωινή δραστηριότητα. Ανάβαση στις πλαγιές του Χελμού για το μάζεμα τσαγιού. Η συγκομιδή του χειμώνα.
Μετά το στήσιμο της σκηνής, καθόμαστε να καταστρώσουμε το πλάνο για την ανάβαση στον θρυλικό τόπο των Υδάτων Στυγός. Οι 3 ώρες ανάβασης και άλλες τόσες περίπου επιστροφή απαιτούν πρωινό ξύπνημα. Ύπνο, λοιπόν, μέσα στη δροσερή ατμόσφαιρα του βουνού, με τα νερά του ποταμού σε ρόλο νανουρίσματος και την απόλυτη ικανοποίηση του θριάμβου που αποδράσαμε από τη ζέστη.
Ανηφορίζοντας υπό σκιά μαύρης πεύκης και ελάτων
Εγερτήριο πρωί πρωί. Ντυνόμαστε κατάλληλα, φορώντας μακρυμάνικα – αν και στην καρδιά του καλοκαιριού – λόγω της δροσιάς του βουνού, τρώμε πρωινό, αρματωνόμαστε τα απαραίτητα και αναχωρούμε. Κάποιοι αποφασίζουν να μην ακολουθήσουν και να χαρούν ήρεμα την κατασκήνωση στη φύση, δίπλα στα νερά του ποταμού, κάνοντας σύντομες περιηγήσεις στα κοντινά χωριά και ποδηλατάδα στους δασικούς δρόμους. «Ύδατα Στυγός Αθάνατο Νερό» γράφει μια πινακίδα καρφωμένη στον κορμό ενός δέντρου μπροστά από τον χώρο κατασκήνωσης και μας δείχνει από πού να ξεκινήσουμε. Περνάμε κάθετα το ποτάμι και με οδηγούς τα έγχρωμα σημάδια πάνω στα δέντρα ξεκινάμε το οδοιπορικό. Το ανηφορικό μονοπάτι στην αρχή είναι βατό, με τις ρίζες των δέντρων να σχηματίζουν περίτεχνα σκαλοπάτια.
Η πορεία υπό τη σκιά μαύρης πεύκης και ψηλών ελάτων χαρακτηρίζεται από έντονο πράσινο και φυσικά πλούσιο οξυγόνο. Καθώς ανεβαίνουμε, στα αριστερά μας απλώνεται το συγκρότημα του Χελμού, σλαβική ονομασία που σημαίνει «χιονισμένο βουνό». Τα Αροάνια Όρη, όπως είναι η ελληνική ονομασία του Χελμού, σχηματίζουν πέταλο γύρω από την κοιλάδα του ποταμού Κράθη, τα νερά του οποίου, ακολουθώντας πορεία από τον Νότο προς τον Βορά, εκβάλλουν στον Κορινθιακό. Κοιτώντας το τοπίο γύρω μας, στον νου έρχονται όλοι εκείνοι οι κατατρεγμένοι που κρύβονταν στις απόκρημνες πλαγιές του βουνού και οι γυναίκες που έπεφταν στο βάραθρο για να γλιτώσουν την ατίμωση. Αυτές τις πλαγιές σήμερα διατρέχουν μονοπάτια − ανάμεσα σ’ αυτά και το διεθνές Ε4 − για επίδοξους περιπατητές, σύγχρονα καταφύγια, μακριά από την ανθυγιεινή ζωή στην πόλη.
Το υψόμετρο ακολουθεί ανοδική πορεία
Οι γρήγοροι και έμπειροι της παρέας έχουν πιάσει... άλλες ταχύτητες. Μετά από περίπου 20 λεπτά ανάβασης βρισκόμαστε σε ένα ξέφωτο. Εκεί μέσα στο πλήθος των μυρωδιών της φύσης, που ερεθίζουν ευχάριστα την όσφρηση, ξαφνικά προστίθεται μια νέα πολύ γνώριμη. Αυτή της ρίγανης. Οι προπορευόμενοι έχουν επιδοθεί στο μάζεμα του αρωματικού φυτού, που νοστιμίζει πολλά πιάτα, περιμένοντας τους τελευταίους της παρέας. Συνεχίζουμε πάλι όλοι μαζί την ανάβαση με τον ήλιο να ανεβαίνει κι αυτός ακολουθώντας τη δική του διαδρομή στον καλοκαιρινό ουρανό.
Τα παιχνίδια με τα γουόκι τόκι και τα πειράγματα δίνουν και παίρνουν αρχικά, ενώ αργότερα που τα πράγματα σκουραίνουν επικρατεί πλήρη σιγή, υποδηλώνοντας ότι όλοι έχουν στραμμένη την προσοχή τους στο μονοπάτι, που γίνεται πιο στενό και απότομο. Η φωτογραφική μηχανή προσπαθεί να αιχμαλωτίσει το τοπίο και τις εναλλαγές του. Φτάνουμε σ’ ένα ψηλό σημείο αναζητώντας στον ορίζοντα τη θέα των Υδάτων. Έχουμε δρόμο ακόμα, ενώ αρχίζουν να ακούγονται και οι πρώτες γκρίνιες από τους πρωτάρηδες της παρέας. Μια μικρή στάση για νερό κρίνεται απαραίτητη. Λίγη κατηφόρα και τώρα πρέπει να περπατήσουμε σε ένα στενό μονοπάτι πάνω σε μια απότομη πλαγιά. Ο ορειβατικός σύλλογος έχει προνοήσει και ένα συρματόσκοινο κάνει τη διάβαση πιο εύκολη και πιο ενδιαφέρουσα.
Η αδρεναλίνη χτυπά κόκκινο
Στον ορίζοντα, στην ανατολική πλευρά της επιβλητικής Νεραϊδοράχης, μιας από τις πιο ψηλές κορυφές του Χελμού,προβάλλει το μαυρονέρι της Στύγας, χαρακτηρισμός που αποδίδει απόλυτα το μαύρο χρώμα που χαρίζει το νερό στην επιφάνεια του απότομου βράχου, καθώς ξεκινά από υψόμετρο 2.100 μ. και κυλά για 200 μ. σχεδόν κάθετα. Στη θέα των νερών που λαμπυρίζουν κάτω από τις δυνατές αχτίδες του ήλιου παίρνουμε κουράγιο ότι είμαστε στον σωστό δρόμο και συνεχίζουμε, έχοντας συμπληρώσει περίπου 2,5 ώρες ανάβασης. Το πιο δύσκολο κομμάτι τής διαδρομής εντοπίζεται κοντά στο τέρμα, καθώς η σάρα κάτω από τα πόδια, σε πλαγιά μάλιστα με αρκετή κλίση, δυσκολεύει την ανάβαση. Τα χέρια καλούνται να συνδράμουν στην προσπάθεια. Για 15 περίπου λεπτά κρατάμε χαμηλά το κέντρο βάρους, ενώ η αδρεναλίνη ανεβαίνει! Προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα έγχρωμα σημάδια σε χαμηλές πέτρες για να μη χάσουμε το μονοπάτι. Το αθάνατο νερό ακούγεται όλο και πιο κοντά μας, καθώς πλησιάζουμε, και η δίψα έχει χτυπήσει κόκκινο. Επιτέλους ο πρώτος δίνει το σήμα τής άφιξης και παράλληλα κουράγιο σε όσους ακολουθούν.
Οι μύθοι ζωντανεύουν
Σταματάμε λίγα μέτρα πιο κάτω από τη βάση του φυσικού καταρράκτη, εκεί όπου τα θρυλικά νερά, μετά το απότομο γκρέμισμα, κυλούν ήρεμα για να συναντήσουν πιο πέρα τον ποταμό Κράθη. Γεμίζουμε τα άδεια μπουκάλια και πίνουμε με λαχτάρα νερό, αψηφώντας τον Παυσανία, που έλεγε ότι τα νερά της Στύγας δηλητηριάζουν τους ανθρώπους. Θύμα τους και ο Μ. Αλέξανδρος, κατά τον μεγάλο περιηγητή. Ο ίδιος υποστήριζε ότι το γυαλί, οι κρύσταλλοι, τα πήλινα αγγεία έσπαζαν μόλις βυθίζονταν σ’ αυτό. Αλλοιώνονταν τα μέταλλα ακόμη και ο άργυρος και ο χρυσός, το ήλεκτρο (κεχριμπάρι). Μόνο οι οπλές των αλόγων άντεχαν, γι’ αυτό οι θεοί το έπιναν μέσα σε κύπελλα καμωμένα από οπλή αλόγου.
«Πάνω από τον γκρεμό στάζει νερό που οι Έλληνες το ονομάζουν ύδωρ της Στυγός. Το νερό πέφτει πρώτα σ’ ένα βράχο πανύψηλο και από εκεί καταλήγει στον ποταμό Κράθη. Αυτό το νερό είναι θανατηφόρο για τους ανθρώπους και όλα τα ζώα...» Παυσανίας
Σκαρφαλώνουμε παράλληλα με τα νερά προς τη βάση του καταρράκτη, όπου υπάρχει και μια σπηλιά. Μπροστά σε ό, τι είχαμε κάνει αυτό μοιάζει παιχνιδάκι. Μέσα στην ειδυλλιακή σπηλιά ένα ερωτευμένο ζευγάρι ανταλλάσσει όρκους αγάπης. Προφανής η επιλογή του τόπου, καθώς εκεί ορκίζονταν οι θεοί, σύμφωνα με τη μυθολογία, και όρκος ήταν πολύ ιερός. Επιστρέφουμε εκεί όπου καθίσαμε να πιούμε νερό. Απολαμβάνουμε από χαμηλά με τα μάτια ψηλά το υπέροχο αυτό αριστούργημα της φύσης, τον θρυλικό καταρράκτη. Στη βάση του σκάνε τα νερά και σηκώνεται ένας υγρός καπνός δημιουργώντας μια μυστήρια ατμόσφαιρα. Η εικόνα είναι μοναδική. Πώς να μην εμπνεύσει τους ανθρώπους να πλάσουν ιστορίες; Ρίχνουμε λίγο δροσερό νερό πάνω μας με την ελπίδα να μας βοηθήσει να είμαστε άτρωτοι στην κατάβασή μας και ίσως αθάνατοι, όπως ήλπιζε και η μητέρα του Αχιλλέα βουτώντας τον στα νερά της Στυγός.
Προτάσεις:
- Μια κοντινή εκδρομή στη λίμνη Τσιβλού στα 700 μ. υψόμετρο για πικνίκ και ποδήλατο στις όχθες της.
- Προσκύνημα στο ιστορικό ναό του Αγίου Γεωργίου στο χωριό Σόλο.
- Βόλτα στον γραφικό οικισμό της Ζαρούχλας, όπου θα προμηθευτείτε τσάι, φασολάκια Χελμού και χειροποίητα γλυκά του κουταλιού. Στο χωριό εκτός από καταλύματα θα βρείτε ταβέρνες με παραδοσιακά πιάτα και μαγαζιά για καφέ και ποτό.
- Δοκιμάστε ψητές πέστροφες στο χωριό Περιστέρα δίπλα στον Σόλο.
Ο γραφικός οικισμός της Ζαρούχλας.
Η μυθολογία έχει τον λόγο
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Στυξ ήταν ποταμός που διέρρεε τον Κάτω Κόσμο. Σ’ αυτόν βύθισε η Θέτιδα τον Αχιλλέα για να γίνει αθάνατος. Στα νερά του ορκίζονταν οι Θεοί και τους επίορκους τους περίμενε τιμωρία φοβερή. Για τον Όμηρο η Στυξ ήταν ο χώρος όπου περιπλανούνταν οι σκιές των νεκρών που δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές και στα νερά της βυθίζονταν οι ψυχές όσων είχαν διαπράξει κακό. Κατά τον Ησίοδο, επειδή η Στυξ, μαζί με τα παιδιά της, υποστήριξε τον Δία στον πόλεμο με τους Τιτάνες, της χάρισε την ιδιότητα να είναι ο μεγάλος και απαράβατος όρκος θεών και θνητών.
Σπα στο ποτάμι
Η μικρή Εβελίνα με το που μας αντιλαμβάνεται τρέχει να προλάβει τις δικές της εμπειρίες στη φύση. Για πρώτη της φορά είδε βατράχια, μάζεψε λουλούδια και προσπάθησε να πιάσει πολύχρωμες πεταλούδες. Κάθιδροι και εξαντλημένοι φοράμε μαγιό, προμηθευόμαστε πετσέτες και βουρ στο ποτάμι, αναζητώντας βαθιές λούμπες με νερό, που κάθε χρόνο σχηματίζονται σε διαφορετικά σημεία και σε διαφορετικό σχήμα. Στις φυσικές πισίνες η χαλάρωση που αισθανόμαστε από το κρύο νερό δεν περιγράφεται. Ό,τι πρέπει για να μας ανανεώσει μετά από πέντε και κάτι ώρες πορείας. Ούτε στα καλύτερα σπα τέτοια απόλαυση!
Απολαυστικό κλείσιμο
Το δροσερό καρπούζι που είχαμε αφήσει στο ποτάμι από το προηγούμενο βράδυ ξεγελά για λίγο το στομάχι που συνεχίζει να διαμαρτύρεται, καθώς το βουνό, πόσω μάλλον η ανάβαση από τα 1.100 μ. περίπου στα 1.900 μ. και τούμπαλιν, μεγαλώνει την πείνα. Μαζεύουμε τις σκηνές, φορτώνουμε τα μπαγκάζια στα αυτοκίνητα και κατευθυνόμαστε στον Σόλο, όπου μας περιμένει μια μοναδική γαστρονομική εμπειρία. Η τσίκνα από τα νόστιμα παϊδάκια που ψήνονται στα κάρβουνα σε ταβέρνα του χωριού, κατόπιν τηλεφωνήματος, μας τραβά κυριολεκτικά απ’ τη μύτη. Πεντανόστιμα και απαραίτητα μετά από τόση ανάβαση, αλλά πρωταγωνιστές του τραπεζιού είναι τα φρέσκα φασολάκια Χελμού. Όσο για το ψωμί, φρεσκοψημένο στον ξυλόφουρνο από τα χεράκια της ιδιοκτήτριας.
Στο χωριό Σόλος.
Εκεί στη μικρή ταβέρνα ανανεώνουμε το ραντεβού στις φιλόξενες πλαγιές τού Χελμού για το επόμενο καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο, και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής με τις μπαταρίες φορτισμένες ευεξία, οξυγόνο και καλή διάθεση, πολύτιμα δώρα που χαρίζει απλόχερα η επαφή με τη φύση.