Αρθρογραφία
Νέα | Εκδηλώσεις

Άγιον όρος: Μικραγιάννα... χρυσοπράσινο φύλλο ριγμένο στο πέλαγος!

Άγιο Όρος

"Για τούτο και με δίκαιον, κήπο και περιβόλι, της Παναγιάς της Δέσποινας με ονομάζουν όλοι." Καισάριος Δαπόντες (18ος αι.)

Στην Ελλάδα μας, «την χώραν που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα, που κοκ- κινίζ’ η σταφυλή και θάλλει η ελαία», κατά τον ποιητή, υπάρχει ένας τόπος ξέχωρος, αγριόμορφος, απότομος, θαλασσοδαρμένος, γλώσσα καταπράσινη στη βαθυγάλαζη θάλασσα, βράχια κυματοχτυπημένα σε διάφορες παραλλαγές χρωμάτων και σχημάτων, με ύψη δυσθεώρητα και ακρογιαλιές χρυσές, μ’ απάνεμα λιμανάκια και δαντελωτές παραλίες. Στην άκρη αυτής της ιδιόμορφης γλώσσας προβάλλει ένα βουνό μοναδικό ως θέση. Ψηλό, απότομο, άγριο, αφιλόξενο. Βουνό μυθικό, ιστορικό, αγιασμένο αλλά και, κάποτε, δυσπρόσιτο.

Το ύψος του, 2.033 μέτρα. Ψηλότερο, κατά την ιστορία, το κατέβασε ο Ξέρξης, γιατί έγινε αιτία να βουλιάξουν τα καράβια του. Το θαύμασε ο Δεινοκράτης, γιατί το φαντάστηκε άγαλμα του Μεγαλέξανδρου να κρατά στο ένα χέρι «ποταμό ρέοντα» και στο άλλο «μυρίανδρον πόλιν». Αλλ’ αυτό το χρυσοπράσινο φύλλο το ριγμένο στο πέλαγος, κατα τον ποιητή, ανέβηκε ψηλά στην κατοπινή ιστορία με τους κατοίκους του. Ποιους; Τους μοναχούς, τους καλόγερους, τους διαφόρους. Από βασιλιάδες και ηγεμόνες, πατριάρχες, κληρικούς, μέχρι απλοϊκούς ανθρώπους, απέκτησε αυτή τη φήμη που το έκανε γνωστό ως Άγιο Όρος. Οι καλόγεροι το καλλιέργησαν με τους ασκητικούς τους αγώνες, το πότισαν με τους ζείδωρους ιδρώτες τους και τα καυτά δάκρυά τους. Το αγίασαν με την τρανταχτή παρουσία τους 1.000 χρόνια τώρα. Το τίμησαν όλοι, το σεβάστηκαν χριστιανοί και αλλόθρησκοι, μικροί και μεγάλοι, φτωχοί και πλούσιοι, ο καθένας όπως ήθελε στη συνείδησή του. Το είπαν περιβόλι της Παναγίας, πύλη του Ουρανού, επίγειο Παράδεισο, πολιτεία αγγέλων, ασάρκων συνάθροισμα, κατοικία ανθρώπων ουρανίων και μύριες άλλες όμορφες εκφράσεις.

Προπύργια του έθνους στάθηκαν τα μοναστήρια, οι σκήτες, τα κελιά, τα ασκηταριά, που καλλιέργησαν θρησκεία και πατρίδα μαζί. Οι πύργοι που υπάρχουν τόσο στα μοναστήρια, όσο και αλλού, διατηρημένοι ή γκρεμισμένοι, μιλούν με τη σιωπή τους και μαρτυρούν ότι στάθηκαν εμπόδια στην προέλαση του κακού. Δύο ακροπόλεις έμειναν γνωστές στον κόσμο. Των Αθηνών της Ελλάδας, του Αγίου Όρους της Ορθοδοξίας. Αιώνες τώρα οι δύο αυτοί προβολείς φωτίζουν όλο τον κόσμο. Ποιος δεν το γνωρίζει;

Αυτός ο τόπος, ο γεμάτος μυστήριο και γοητεία, τράβηξε χιλιάδες ανθρώπων και μυριάδες προσκυνητών και περιηγητών. Έγινε ταμείο και θησαυροφυλάκιο τεχνών και επιστημών. Σχολείο αμαθών και πανεπιστήμιο προχωρημένων. Έγινε θέμα ζωγράφων, ποιητών, διηγηματογράφων αλλά και λόγος ενασχόλησης με την τέχνη τους. Επειδή στο Άγιο Όρος όλα μιλάνε, άψυχα και έμψυχα, Έλληνες και ξένοι έγραφαν για τα αμίλητα λόγια που άκουγαν και φωτογράφιζαν με της ψυχής και του σώματος τις μηχανές αυτά που έβλεπαν. Γι’ αυτό και πλούσια βιβλιογραφία και θεματογραφία, και παλιά και τώρα. Και τώρα είναι εύκολα.

Για να σκεφτεί κανείς πριν σαράντα, πενήντα, εκατό χρόνια, που ήταν δυσπρόσιτο στους πολλούς, αλλ’ όχι άγνωστο; Έπρεπε να ‘χεις κότσια πνευματικά κι αναζητήσεις για να το πλησιάσεις και να το ακουμπή- σεις. Κι όμως, μ’ όλες τις δυσκολίες οι τολμητίες το κατάφεραν. Το γύρισαν όλο με λαχτάρα και πόθο. Η ταλαιπωρία δεν τους φόβισε. Δεν δείλιασαν στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Χάρηκαν τα μονοπάτια με τις βρύσες και τις πεζούλες σαν σκαμνιά για να ξαποστάσουν. Δεν σκέπτονταν τι θα φάνε, πού και πώς θα κοιμηθούν. Μόνο να πάνε ήθελαν. Να ικανοποιήσουν τον πόθο τους, τη λαχτάρα τους, την περιέργειά τους, τον θαυμασμό τους, τον αγιασμό τους.

Ζητούσαν συμμετοχή στη ζωή, έστω και για λίγο, μόνο και μόνο να νιώσουν άλλοι σ’ άλλο κόσμο. Να γεμίσουν τις μπαταρίες τους, να ελευθερώσουν το μυαλό τους, με την κούραση να ξεκουραστούν, με τις κουβέντες να φορτιστούν, με τ’ αφτιά να γαληνέψουν, με τα μάτια να ηρεμήσουν, με τη μύτη να μεθύσουν, με τη γεύση να γλυκαθούν, με την αφή να εργαστούν. Να σαρκάσουν για τη ζωή, για τα παρόντα και να πεθυμήσουν τα μέλλοντα. Αυτό με λίγα λόγια ήταν τότε το Άγιο Όρος. Για τους λίγους, τους εκλεκτούς, τους εραστές του Αγίου Όρους.

Τώρα πολλά αλλάξαν και στον τόπο και στον τρόπο. Ευτυχώς δεν ανέτρεψαν την πνευματική ροή των πραγμάτων. Δεν αλλοτριώθηκε το ήθος και η ποιότητα. Η αλλοίωση στα υλικά λίγη και αναπόφευκτη.

Όταν διαβάζει κανείς ιστορία και είναι μυαλωμένος, τότε δεν επηρεάζεται από τις αλλαγές και τις αλλοιώσεις των πραγμάτων. Αυτός που θέλει ν’ ανεβεί την «Ουρανοδρόμο Κλίμακα» βρίσκει τρόπους και μέσα γι’ αυτό. Το παρελθόν πρέπει να γίνεται αιτία κριτικής του παρόντος και με βάση το παρόν να σκεφτόμαστε «τι μέλλει γενέσθαι» για να κτιστεί το μέλλον.

Η ιστορία απέδειξε την πρωτιά του Αγίου Όρους, όταν τον κόσμο τον σκέπαζε «μαυροφόρα απελπισιά πικρής σκλαβιάς χειροπιαστό σκοτάδι». Τώρα αργά και σταθερά βαδίζει διακριτικά σ’ έναν υγειή εκσυγχρονισμό, που αφήνει απείραχτη την πνευματική ζωή του τόπου.

« Ουχ ο τόπος αλλά ο τρόπος» σε βοηθά να ανυψωθείς εκεί που έβαλες σκοπό, χωρίς να παραβλέπεις πάντως και τον τόπο που διάλεξες να ζήσεις. Έτσι το Άγιο Όρος βαδίζει τη δεύτερη χιλιετία του.

Σ’ αυτήν, λοιπόν, τη δαντελωτή καταπράσινη γλώσσα της Χαλκιδικής, π’ απλώνεται στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου, που η ανατολή και η δύση του ήλιου αποτελούν εξαίσια και φαντασμαγορικά θεάματα, βρίσκεται και ο τόπος της κατοικίας μου, η Μικρή Αγία Άννα, ή μάλλον καλύτερα, η μικρή σκήτη της Αγίας Άννας ή αλλιώς Μικραγιάννα.

Ας μη φανταστεί κανείς ό,τι καλύτερο τοπίο. Μόνο για μας είναι το μοναδικό, το ησυχαστικό, το θαυμάσιο, το ήρεμο, το γαλήνιο. Ένας λάκκος, ένα κοίλωμα ανάμεσα σε δύο βουνά, με λίγο πράσινο, σκούρο κι αυτό, πολύ γκρίζο χρώμα από τα βράχια, δεν αποτελεί και τον καλύτερο συνδυασμό. Λίγο χώμα και αυτό ξερό, χορταράκια σκουροπράσινα, που αγωνίζονται να ζήσουν, λουλούδια μηδαμινά, εποχιακά, με την άγριά τους ομορφιά συνθέτουν ένα πίνακα άγριας ζωής.

Τα φυτεμένα δένδρα, οι καλλιεργημένοι κήποι ομορφαίνουν δειλά δειλά τον τόπο και δείχνουν τη ζωή εκεί. Τα πέντε κατοικήσιμα κελιά, το καθένα με τη δική του αρχιτεκτονική χάρη, στολίζουν τον άγονο χώρο με τη διαφορετικότητά τους. Πεζούλες πέτρινες και κήποι για φύτεμα ημερώνουν το άγριο τοπίο. Λιγοστές ελιές με την πλούσια χρυσοπράσινη φυλλωσιά τους γλυκαίνουν την αυστηρότητα και οι ολάνθιστες αμυ- γδαλιές μαζί με τ’ άλλα οπωροφόρα δένδρα φαίνονται μπουκέτο ανθοδέσμης πάνω στο λιτό τραπεζομάντιλο της Μικραγιάννας.

Αυτός ο άγονος και δυσπρόσιτος χώρος, γνωστός στους λίγους, μοιάζει με σπίτι χωρίς στέγη. Μόνη του στέγη ο καταγάλανος ουρανός με τις αφάνταστες εναλλαγές του. Έχει μεγάλο παράθυρο που βλέπει την απεραντοσύνη του πελάγους. Πόσα έχουν δει τα μάτια μου απ’ αυτό το παράθυρο! Πίνακας ζωγραφικής με κινούμενα θέματα γης, ουρανού και θαλάσσης. Ήσυχος, ήρεμος, γαλήνιος τόπος. Λιμάνι που δεν το πιάνουν οι καιροί και οι καταιγίδες. Γιάτρεμα ψυχής, κορμιού ξεκούραση, ανθρώπων συχασμός, αισθήσεων ανάπαυση, μυαλού ανανέωση.

Σ’ αυτόν τον τόπο της γέννησής μου βρήκα την κολυμβήθρα της γιατρειάς μου, τη σπηλιά, το ασκηταριό των αγίων Διονυσίου του Ρήτορος και Μητροφάνους. Άγρια σπηλιά, αγιασμένη από την παρουσία τους. Ευωδία ξεχύνεται πολλές φορές από τη σπηλιά που σου λέει: «Εδώ είμαστε.» Παράτησαν την Κωνσταντινούπολη, πρώτο σταθμό της καλογερικής τους ζωής, ήρθαν στο Άγιο Όρος και από τις Καρυές στη Μικραγιάννα και, βρίσκοντας τη σπηλιά, ζήσαν και άγιασαν σ’ αυτήν. Η μαγευτική παρουσία τους τράβηξε καλόγερους και έτσι φτιάχτηκαν καινούρια ασκηταριά, παλαίστρες ζωής.

Δεν σήκωνε τότε ο τόπος πολλούς. Βάσταγε όμως τους εκλεκτούς. Πίστη θερμή και μυαλά τετράγερα μπόρεσαν να μείνουν εκεί στην άγρια ησυχία, στο χωρίς νερό τόπο, στον απαρηγόρητο τόπο. Έτσι πέρασαν τα χρόνια κι έγινε πέρασμα ανθρώπων που άφησαν με την πνοή τους και τη σφραγίδα τους. Περίφημοι πνευματικοί οδηγοί και εξομολόγοι, τεχνίτες μικροδημιουργημάτων ξύλου, τεχνίτες χρυσού και ασημιού, λόγιοι σαν τον Αγάπιο τον Λάνδο και ποιητές σαν τον γέροντά μου τον Γεράσιμο, τον πολυγραφότατο ποιητή-υμνογράφο με τους 52 χειρόγραφους κώδικες.

Όλοι αυτοί ζήσαν σε πραγματικές ασκητικές συνθήκες, καλύβια λιτά με χώμα και ασβέστη, με βρόχινο νερό, με στέρνες μικρές, με μικρά μονοπατάκια-κατσικόδρομους. Ένα μέρος αυτής της ζωής το έζησα έτσι και εγώ πριν σαράντα χρόνια. Επισκέπτες πουθενά. Δυο φορές τον χρόνο θα έβλεπες προσκυνητές, που έφερναν τα βήματά τους εκεί για αναζητήσεις. Ούτε αηδόνι δεν λαλούσε εκεί, αλλά μόνον στρουθιά και κοτσύφια που ζουν παντού. Περνούσαν και τα αποδημητικά από πάνω, χωρίς να σταματήσουν. Ούτε κοίλωμα βράχου που να πιάνει νερό δεν υπήρχε για να ξεδιψάσουν στο πέρασμά τους. Αλλά τα χρόνια περνάνε. «Ο πανδαμάτωρ χρόνος» σιγά σιγά και με υπομονή έκανε τη δουλειά του. Τα λασπόσπιτα πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Το νερό της βροχής δεν έφτανε. Άνθρωποι νέοι καλογέρευαν και μάλιστα πολλοί. Οι ανάγκες όλο και πιο πολλές και αρχίζει η αναγέννηση.

Πρώτο θαύμα το νερό. Δεύτερο οι στέρνες. Τρίτο οι καλύβες. Όλα καινούρια με κόπο, με μόχθο, με ιδρώτα, με αίμα. Αν γνώριζε κανείς τον τόπο αυτό από παλιά, δεν θ’ απορούσε που το λέγω θαύμα. Πράγματι τα θαύματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Αλλαγή τοπίου ζωντανή, όπως και σ’ όλο το Άγιο Όρος. Αλλαγή αλλ’ όχι ξεθεμέλιωμα των πάντων. Όλα με μέτρο, όλα με τάξη, με σειρά, να θυμίζουν λίγο παρελθόν για να συγκρίνεται και με το παρόν.

Στο σπίτι που γεννήθηκα πνευματικά ζούμε σαν σε κυψέλη, όλοι εργαζόμαστε γιατί πρέπει. Η εργασία προσευχή· «σώμα εργάζου ίνα τραφής, ψυχή νήφε ίνα σωθής». Κύρια όμως δουλειά το μοσχολίβανο, πηγή εσόδων. Αν δεν δουλέψουμε, δεν τρώμε. Γι’ αυτό με ρυθμό και χρόνο, τάξη και σειρά ασχολούμαστε μ’ αυτό, για να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε κάτι στον τόπο που μας φιλοξενεί προσωρινά και αιώνια. Έτσι, παίρνοντας την πρώτη ύλη, το λιβάνι το γνωστό, αλέθοντάς το και ζυμώνοντάς το με άρωμα, φτιάχνουμε το θυμίαμα, αφού το κάνουμε σε μακαρόνια και το κόψουμε σε ισόπαχα μικρούλικα κομματάκια. Το θυμίαμα ως έκφραση προσευχής, σεβασμού και θυσίας είναι γνωστό από τα πολύ παλιά χρόνια. Το χρησιμοποιούσαν κι άλλες θρησκείες για τη λατρεία του Θεού και όχι μόνο το γνωστό λιβάνι. Άλλοι με ευωδιαστά ξύλα, άλλοι με αρωματισμένες πέτρες, άλλοι με λίπος-στέαρ διαφόρων ζώων.

Μ’ αυτό, λοιπόν, το εργόχειρο προσπαθούμε και δημιουργούμε ό,τι μπορούμε.

Ένα άλλο εργόχειρο είναι η μεταφορά των ποιημάτων-έργων του γέροντός μας Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, που είναι πάρα πολύ δύσκολα στο διάβασμα, εξαιτίας της γραφής του, πρώτα στη γραφομηχανή και τώρα σε ψηφιακή μορφή. Την αρκετά δύσκολη και χρονοβόρα αυτή εργασία τη διεκπεραιώνουν πατέρες του κελιού με ηρεμία και προσοχή. Στα αρχαία κείμενα η αλλοίωση μιας λέξης μπορεί να διαφοροποιήσει το νόημα του κειμένου. Έτσι, μ’ αυτά και με τις διάφορες άλλες σπιτικές δουλειές, συμμαζέματα, μαγειρέματα, κήπους και ζώα, προπάντων δε και με τη φιλοξενία φίλων προσκυνητών και περιηγητών, που σχεδόν καθημερινά μας επισκέπτονται, κυλά ο χρόνος, ποτάμι χωρίς γυρισμό, βέλος στο άπειρο.

Ανεπανάληπτες στιγμές καθημερινά. Όσο και αν το πρόγραμμα φαίνεται μονότονο, εντούτοις γεμίζει η ψυχή σου, ανανεώνεται ο λογισμός σου, γαληνεύει το σώμα σου, όταν «όρθρου βαθέος» ξυπνάς για να δοξάσεις τον Θεό, «τον ζωής χορηγόν», μέσα στην ησυχία του τόπου, μέσα στο φως των καντηλιών και τη ευωδία του θυμιάματος. Όταν στον κόσμο την ώρα εκείνη πέφτουν να κοιμηθούν, σηκωνόμαστε και προσευχόμαστε για τον σύμπαντα κόσμο που αφήσαμε και εγκαταλείψαμε. Τον κόσμο που μας περιγελά και μας εμπαίζει. Τον κόσμο που μας γέννησε και ανάθρεψε και έδωσε σε μας το «ζην». Γι’ αυτόν προσευχόμαστε από τον τόπο της αναγέννησής μας, που μας χάρισε το «ευ ζην», από τη Μικραγιάννα.

Κείμενο & Φωτογραφίες: Γέροντας Σπυρίδωνας & Αδελφότητα Γέροντα Σπυρίδωνα 

H ιστοσελίδα μας χρησιμοποιεί cookies για την βελτίωση της online εμπειρίας σας. Πατήστε «Πολιτική Cookies» για να δείτε λεπτομέρειες.